- συμπλοκίδες
- οι, Νβοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης εβενώδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμπλοκος — η, ο / σύμπλοκος, ον, ΝΜΑ [συμπλέκω] νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες… … Dictionary of Greek